λιμπεραλισμός

λιμπεραλισμός
ο
(λ. γαλλ.), ο φιλελευθερισμός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιμπεραλισμός — ο φιλελευθερισμός …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — ο 1. το σύνολο των αρχών που βασίζονται στη θρησκευτική, πολιτική και εμπορική ελευθερία, ο λιμπεραλισμός. 2. η προσήλωση στις φιλελεύθερες αρχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”